- αβολιδοσκόπητος
- η , ο [ος , ον ]1) непрозондированный, неразведанный; 2) перен. непрощупанный (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβολιδοσκόπητος — η, ο [βολιδοσκοπώ] 1. αυτός που δεν βυθομετρήθηκε με βολίδα, ο πολύ βαθύς 2. μτφ. αυτός που οι διαθέσεις και οι σκέψεις του δεν έχουν διερευνηθεί, εξακριβωθεί … Dictionary of Greek
αβολιδοσκόπητος, -η — ο εκείνος που δεν έχει βολιδοσκοπηθεί, ρωτηθεί για τις διαθέσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβόλιστος — η, ο [βολίζω] αβολιδοσκόπητος, αβυθομέτρητος … Dictionary of Greek